Φτωχούλι, όποτε πείναγα κι επάγωνα,
επάαινα στου χωριού την εκκλησιά,
να πάρω της σιωπής κεροδοσιά,
σκυφτός καμπόσην ώρα πλάι στον άμβωνα.
Εκεί οι κρυφές βουλές μου μ' οδηγούσανε
στ΄Αρχάγγελου τον ίσκιο, μοναχό,
της ερημιάς τον ήχο να γρικώ
και τα στασίδια που ετριζοβολούσανε
και την ανάσα απ' το γλυκό τ' αχνόγελο
της Παναγιάς που εβάσταγε αγκαλιά
το λυτρωτή της Γης,το Βασιλιά,
της πλάσης τον αμάραντο ασφόδελο.
Κι ως ήμουν παρασούσουμο λιπόσαρκο,
τα κηροπήγια δίπλα μου φωνή
βγάζαν : "-Nα ρίξει μπόι, να στυλωθεί,
βόηθα το, Παναγιά-Παρθένα, βόηθα το!".
Κι Εκείνη, -μάρτυράς μου η χλόη που βλάσταινε
στις πλάκες χάμω , χώμα οπού 'χε ογρό-
πιο στοργικά απ' τη μάνα μου θαρρώ,
με γάλα απ' Τ' Άγια Στήθια Της μ' ανάσταινε
κι άντεχα το φτωχούλι και τα βάσταγα
τα δύσκολα της φτώχειας και τ' αβάσταγα. . .
χ'λιαράς-15 Γενάρη του 2011-λεύτερη Πίνδος