(...στη φωτογραφία του 1935,αποπάνω : 6 γαβριάδες κι ένας 15χρονος που βαράει την καμπάνα της Αγια-Παρασκευής, για τη φτωχολογιά του κόσμου όλου...)
1935
Χίλια εννιακόσια χρόνια και τριάντα κι άλλα πέντε.
Σαν ψες γεννήθη και προψέ...
Μπαίνει στα δεκαπέντε...
.................................
Βογκά η φτωχολογιά της Γης.
Λίγοι οι καζαντισμένοι.
Τρεις γαβριάδες κι άλλοι τρεις,
ζερβά του συναγμένοι,
κάτω απ' τον άσπρο το σταυρό
και τη βαριά καμπάνα,
μετράνε πείνα κι άδικο
και βάσανα κι ορφάνια.
Χτυπάει αργά με το δεξί
τη χάλκινη καμπάνα.
Ακούν' στα ύψη οι ουρανοί,
στην Πλακανίδα η μάνα :
-Mάνα μου, θά 'βγω στο βουνό,
μάνα μ', θα πάω αντάρτης,
να δώκω ελπίδα στο φτωχό,
να κοκκινίσει ο χάρτης!
-Να πας, παιδάκι μ' ορφανό,
με το Θεό, για το λαό !
...............................................
Επήγε αντάρτης στο βουνό,
για την ελευθερία
κι ύστερα για σωφρονισμό
επήγε κι εξορία.
Επήγανε κι οι σύντροφοι
χαμένοι.Λάθος ! Λάθος !
Ξεχάσανε τον άνθρωπο,
που 'ναι πηλός και πάθος!
.................................................
Ωστόσο, στην Αγια-Παρασκευή,
κάθε φορά που πάω,
στο ίδιο το πεζούλι εκεί,
"-Πατέρα -του μιλάω-
ογδόντα χρόνια απόστασες,
με το σκοινί στο χέρι.
Εχάθηκεν ο Μόσκοβος,
δεν έφερε σεφέρι.
Κατέβα που 'ναι άνοιξη
που 'ναι και καλοκαίρι."
"-Τράβα -μου λέει- στο σπίτι μας
και φέρε μου σαν θά 'ρθεις,
το μάνλιχερ οπού 'κρυψα,
να ματαβγώ αντάρτης."
Κι οι γαβριάδες, πάντα εκεί,
ακόμα εκεί κι οι έξι,
κάνουν για τη φτωχολογιά
της Γης, σταυρό, ν' αντέξει.
Κι όπως τ' απέθαντο κι αισχρό
κοιτάν' το καπιτάλι,
ν' αλέθει αργάτες και φτωχούς
με φούρια πιο μεγάλη,
νιώθουν πως ζύγωσε η στιγμή
η άγια, η μεγάλη,
να φάει η μύγα σίδερο
και το κουνούπι ατσάλι. . .