ΣΤ' ΑΡΑΧΘΟΥ ΤΗ ΛΥΣΙΑ
Σ' ονειροφαντασιά, εψές εδιάβηκα
τ' Αράχθου τη λυσιά την ανεμόδαρτη ,
πάνω απ' τον ποταμό που βαριοβόγκαγε,
τινάζοντας ψηλά τα μαύρα σπλάχνα του.
Μπροστά τραβούσε ένας παπάς-καλόγερος,
στο πλάι δυο μαστορόπουλα αμούστακα
κι οπίσω πως εδιάβαινε -μου φάνηκε-
ο πάππος μου ο βαριόμοιρος ο δάσκαλος,
ο νιος ο πρωτοψάλτης ο βροντόφωνος
που τριαντάρης χτίκιασε κι εχάθηκε.
Δεκάδες στρατοκόποι ακολουθούσανε
σκυφτοί να πάν' στην όχθη την αντίπερα
κι έσμιγε τη βουβή τη βαρυγκώμια τους
ο ποταμίσιος βόγκος ο μακρόσυρτος
σε μοιριολόι παράξενο κι απόκοσμο
που ως πάνω στου Θεού την πόρτα έφτανε.
Κι αυτός σ' όλη την πλάση τ' αντιγύρναγε
με τη βαριά φωνή του τη στεντόρεια,
πότε με τη βροντή και με τον άνεμο
και πότε με τ' αητού τ' άγριο κρώξιμο...
Σ' ονειροφαντασιά, εψές εδιάβηκα
τ' Αράχθου τη λυσιά την ανεμόδαρτη ,
πάνω απ' τον ποταμό που βαριοβόγκαγε,
τινάζοντας ψηλά τα μαύρα σπλάχνα του.
Μπροστά τραβούσε ένας παπάς-καλόγερος,
στο πλάι δυο μαστορόπουλα αμούστακα
κι οπίσω πως εδιάβαινε -μου φάνηκε-
ο πάππος μου ο βαριόμοιρος ο δάσκαλος,
ο νιος ο πρωτοψάλτης ο βροντόφωνος
που τριαντάρης χτίκιασε κι εχάθηκε.
Δεκάδες στρατοκόποι ακολουθούσανε
σκυφτοί να πάν' στην όχθη την αντίπερα
κι έσμιγε τη βουβή τη βαρυγκώμια τους
ο ποταμίσιος βόγκος ο μακρόσυρτος
σε μοιριολόι παράξενο κι απόκοσμο
που ως πάνω στου Θεού την πόρτα έφτανε.
Κι αυτός σ' όλη την πλάση τ' αντιγύρναγε
με τη βαριά φωνή του τη στεντόρεια,
πότε με τη βροντή και με τον άνεμο
και πότε με τ' αητού τ' άγριο κρώξιμο...
Χ'λιαράς-λεύτερη Πίνδος-25 Αύγουστος 2010