To στοιχειό του Αράχθου
Βαθιά στη θεοσκότεινη τ' Αράχθου τη χαράδρα,
σαν στάξουν μάλαμα οι θολές ματιές των αστεριών,
βγαίνει τη νύχτα ένα στοιχειό,που 'χει τα μάτια μαύρα
και τρώει απ' το γλυκόπικρο το μέλι των γκρεμών.
Kέδρους έχει στα σπλάχνα του και ραγισμένα βράχια,
φωτιές στις κρύες φλέβες του και λόγκους στα μαλλιά
και στο κορμί του τ' άσαρκο, σπηλιές και καταράχια
και χιόνια κι ανεμόβροχα κι αγρίμια και πουλιά.
Διαβαίνει πάνω απ' τα παλιά τα πέτρινα γιοφύρια,
μ' έναν θρασκιά Αρβανίτη πλάι στ' αυτί του το ζερβί.
Του δεκαπεντασύλλαβου περνάει τα παραθύρια
και βγαίνει απόξω απ' το παλιό του Φλόκα μαγαζί.
Εκεί είν' ο Γκάτσος,ο Χατζής,ο Βάρναλης κι ο Ρώτας,
ο Εμπειρίκος με τον Κουν κι ο Σικελιανός,
η Φλαίρη,ο Μάνος με τον Μποστ,ο Μίκης κι ο Σκαλκώτας,
ο Ρίτσος,ο Εγγονόπουλος κι ο Πάνου ο "τρελός".
Τους παίρνει όλους στις πλάτες του και δρασκελάει και πάνε
Κρήτη και Δωδεκάνησα,Ρούμελη και Μοριά
κι ας είναι καταχείμωνο,ανθίζουν κι ευωδάνε
όπου διαβαίνουν,θάλασσες και πόλεις και βουνά.
Κοιτούν παιδιά και δάσκαλοι,απόξω απ' το σχολειό τους,
γιάπηδες στα γραφεία τους κι εργάτες στα γιαπιά,
παπάδες που βουρλίζονται και κάνουν το σταυρό τους,
τρελοί,ισοβίτες και νεκροί στο μνήμα τους βαθιά.
Τι θάματα,τι ζωγραφιές-βαρκούλες στον αγέρα,
τι αρμονίες μυστικές του Απείρου,μαγικές !
Κι αυτοί τρελοί αρμενιστές,στης Πίνδου τη γαλέρα,
σκορπάν' στο Σύμπαν χρώματα,πουλιά και μουσικές.
Ψηλά στις πλάτες του στοιχειού,ορθοί μες στον αιώνα,
κοιτάνε ό,τι απόμεινε απ' τον παλιό καιρό:
μια του Θεόφιλου παλιά,ξεθωριασμένη εικόνα
κι ένα του Μάρκου απτάλικο,ρεμπέτικο παλιό.
Κι έπειτα,τούς τραβά ψηλά,στ' Αράχθου το φαράγγι,
κούρνιο ζητώντας στον γκρεμό,τ' ακοίμητο στοιχειό,
μακριά από τούτου του καιρού,τ' αχόρταγο σφαλάγγι,
στην Άγια Πέτρα για να βρει μανούλα και θεό.
Κι εκεί στα κρύα τα κράκουρα,γέρνουν να κοιμηθούνε,
στο χιόνι,στον ασπάλαθο και στ' Άστρου Τη Σιγή . . .
. . . Στην πέτρα και στον άνεμο,θα ξαναγεννηθούνε,
σαν κάποτε,Απολλώνιοι κι ακόμα πιο λαμπροί.
Και πάλι εικόνισμα ψηλά,θα υψώσουν την πατρίδα,
θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση ξανά.
Τη Γλώσσα,την Τιμή,το Φως,το Χρέος και την ελπίδα,
κερί στα σπλάχνα του Έλληνα,θ' ανάψουν σαν παλιά.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Βαθιά στη θεοσκότεινη τ' Αράχθου τη χαράδρα,
σαν στάξουν μάλαμα οι θολές ματιές των αστεριών,
βγαίνει τη νύχτα ένα στοιχειό,που 'χει τα μάτια μαύρα
και τρώει απ' το γλυκόπικρο το μέλι των γκρεμών.
Τον άνεμο ακουρμαίνεται,τον Γαλαξία κοιτάζει,
τους δείχτες σαν σημάνουνε,να δει των αστεριών,
για να ξυπνήσει τους σαλούς,που πέτρωσαν στ' αγιάζι,
να βγουν σαν πρώτα,Οδηγητές ανθρώπων και καιρών.
ά. - λεύτερη Πίνδος
Βαθιά στη θεοσκότεινη τ' Αράχθου τη χαράδρα,
σαν στάξουν μάλαμα οι θολές ματιές των αστεριών,
βγαίνει τη νύχτα ένα στοιχειό,που 'χει τα μάτια μαύρα
και τρώει απ' το γλυκόπικρο το μέλι των γκρεμών.
Kέδρους έχει στα σπλάχνα του και ραγισμένα βράχια,
φωτιές στις κρύες φλέβες του και λόγκους στα μαλλιά
και στο κορμί του τ' άσαρκο, σπηλιές και καταράχια
και χιόνια κι ανεμόβροχα κι αγρίμια και πουλιά.
Διαβαίνει πάνω απ' τα παλιά τα πέτρινα γιοφύρια,
μ' έναν θρασκιά Αρβανίτη πλάι στ' αυτί του το ζερβί.
Του δεκαπεντασύλλαβου περνάει τα παραθύρια
και βγαίνει απόξω απ' το παλιό του Φλόκα μαγαζί.
Εκεί είν' ο Γκάτσος,ο Χατζής,ο Βάρναλης κι ο Ρώτας,
ο Εμπειρίκος με τον Κουν κι ο Σικελιανός,
η Φλαίρη,ο Μάνος με τον Μποστ,ο Μίκης κι ο Σκαλκώτας,
ο Ρίτσος,ο Εγγονόπουλος κι ο Πάνου ο "τρελός".
Τους παίρνει όλους στις πλάτες του και δρασκελάει και πάνε
Κρήτη και Δωδεκάνησα,Ρούμελη και Μοριά
κι ας είναι καταχείμωνο,ανθίζουν κι ευωδάνε
όπου διαβαίνουν,θάλασσες και πόλεις και βουνά.
Κοιτούν παιδιά και δάσκαλοι,απόξω απ' το σχολειό τους,
γιάπηδες στα γραφεία τους κι εργάτες στα γιαπιά,
παπάδες που βουρλίζονται και κάνουν το σταυρό τους,
τρελοί,ισοβίτες και νεκροί στο μνήμα τους βαθιά.
Τι θάματα,τι ζωγραφιές-βαρκούλες στον αγέρα,
τι αρμονίες μυστικές του Απείρου,μαγικές !
Κι αυτοί τρελοί αρμενιστές,στης Πίνδου τη γαλέρα,
σκορπάν' στο Σύμπαν χρώματα,πουλιά και μουσικές.
Ψηλά στις πλάτες του στοιχειού,ορθοί μες στον αιώνα,
κοιτάνε ό,τι απόμεινε απ' τον παλιό καιρό:
μια του Θεόφιλου παλιά,ξεθωριασμένη εικόνα
κι ένα του Μάρκου απτάλικο,ρεμπέτικο παλιό.
Κι έπειτα,τούς τραβά ψηλά,στ' Αράχθου το φαράγγι,
κούρνιο ζητώντας στον γκρεμό,τ' ακοίμητο στοιχειό,
μακριά από τούτου του καιρού,τ' αχόρταγο σφαλάγγι,
στην Άγια Πέτρα για να βρει μανούλα και θεό.
Κι εκεί στα κρύα τα κράκουρα,γέρνουν να κοιμηθούνε,
στο χιόνι,στον ασπάλαθο και στ' Άστρου Τη Σιγή . . .
. . . Στην πέτρα και στον άνεμο,θα ξαναγεννηθούνε,
σαν κάποτε,Απολλώνιοι κι ακόμα πιο λαμπροί.
Και πάλι εικόνισμα ψηλά,θα υψώσουν την πατρίδα,
θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση ξανά.
Τη Γλώσσα,την Τιμή,το Φως,το Χρέος και την ελπίδα,
κερί στα σπλάχνα του Έλληνα,θ' ανάψουν σαν παλιά.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Βαθιά στη θεοσκότεινη τ' Αράχθου τη χαράδρα,
σαν στάξουν μάλαμα οι θολές ματιές των αστεριών,
βγαίνει τη νύχτα ένα στοιχειό,που 'χει τα μάτια μαύρα
και τρώει απ' το γλυκόπικρο το μέλι των γκρεμών.
Τον άνεμο ακουρμαίνεται,τον Γαλαξία κοιτάζει,
τους δείχτες σαν σημάνουνε,να δει των αστεριών,
για να ξυπνήσει τους σαλούς,που πέτρωσαν στ' αγιάζι,
να βγουν σαν πρώτα,Οδηγητές ανθρώπων και καιρών.
ά. - λεύτερη Πίνδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου