Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Το φεγγάρι στα Τζουμέρκα

 



‎(Το φεγγάρι.Τα χιονισμένα Τζουμέρκα.
Ποιο είναι ομορφότερο ?Λαμπρότερο?...)

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ
Στο διάφανο ψηλά του αιθέρα δίχτυ,
ρούσο παλληκαράκι το φεγγάρι
μού ομίλει "-Τη δικιά μου ορίζω τύχη !...
Αχ να την όριζες κι εσύ, μακάρι..

Να μη γερνάς, να θάλλεις και να ζεις
σαν τα βουνά τ' αθάνατα της Γης ! "

Μα φύσηξε απ' του Σύμπαντος τα βάθη
βοριάς και νέφη εγιόμισε ο αιθέρας
και τ' άτυχο το φεγγαράκι εχάθη,
σαν όνειρο της παγερής εσπέρας.

Κι απόμειναν τα κρουσταλλένια χιόνια,
τις λαμπηδόνες τ' ουρανού ν' αρμέγουν,
να στεφανώνουν τα βουνά τα αιώνια
κι απ' το φεγγάρι πιότερο να φέγγουν...

Να φέγγουνε κι εμένα εκεί που θα 'μαι
στα κυπαρίσσια αγνάντια απ' τα Τζουμέρκα,
στον πατερούλη δίπλα να κοιμάμαι,
με τις βουβές του ορμήνιες για κουβέρτα.

ά. - λεύτερη Πίνδος

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

To στοιχειό του Αράχθου

To στοιχειό του Αράχθου
Βαθιά στη θεοσκότεινη τ' Αράχθου τη χαράδρα,
σαν στάξουν μάλαμα οι θολές ματιές των αστεριών,
βγαίνει τη νύχτα ένα στοιχειό,που 'χει τα μάτια μαύρα
και τρώει απ' το γλυκόπικρο το μέλι των γκρεμών.

Kέδρους έχει στα σπλάχνα του και ραγισμένα βράχια,
φωτιές στις κρύες φλέβες του και λόγκους στα μαλλιά
και στο κορμί του τ' άσαρκο, σπηλιές και καταράχια
και χιόνια κι ανεμόβροχα κι αγρίμια και πουλιά.

Διαβαίνει πάνω απ' τα παλιά τα πέτρινα γιοφύρια,
μ' έναν θρασκιά Αρβανίτη πλάι στ' αυτί του το ζερβί.
Του δεκαπεντασύλλαβου περνάει τα παραθύρια
και βγαίνει απόξω απ' το παλιό του Φλόκα μαγαζί.

Εκεί είν' ο Γκάτσος,ο Χατζής,ο Βάρναλης κι ο Ρώτας,
ο Εμπειρίκος με τον Κουν κι ο Σικελιανός,
η Φλαίρη,ο Μάνος με τον Μποστ,ο Μίκης κι ο Σκαλκώτας,
ο Ρίτσος,ο Εγγονόπουλος κι ο Πάνου ο "τρελός".

Τους παίρνει όλους στις πλάτες του και δρασκελάει και πάνε
Κρήτη και Δωδεκάνησα,Ρούμελη και Μοριά
κι ας είναι καταχείμωνο,ανθίζουν κι ευωδάνε
όπου διαβαίνουν,θάλασσες και πόλεις και βουνά.

Κοιτούν παιδιά και δάσκαλοι,απόξω απ' το σχολειό τους,
γιάπηδες στα γραφεία τους κι εργάτες στα γιαπιά,
παπάδες που βουρλίζονται και κάνουν το σταυρό τους,
τρελοί,ισοβίτες και νεκροί στο μνήμα τους βαθιά.

Τι θάματα,τι ζωγραφιές-βαρκούλες στον αγέρα,
τι αρμονίες μυστικές του Απείρου,μαγικές !
Κι αυτοί τρελοί αρμενιστές,στης Πίνδου τη γαλέρα,
σκορπάν' στο Σύμπαν χρώματα,πουλιά και μουσικές.

Ψηλά στις πλάτες του στοιχειού,ορθοί μες στον αιώνα,
κοιτάνε ό,τι απόμεινε απ' τον παλιό καιρό:
μια του Θεόφιλου παλιά,ξεθωριασμένη εικόνα
κι ένα του Μάρκου απτάλικο,ρεμπέτικο παλιό.

Κι έπειτα,τούς τραβά ψηλά,στ' Αράχθου το φαράγγι,
κούρνιο ζητώντας στον γκρεμό,τ' ακοίμητο στοιχειό,
μακριά από τούτου του καιρού,τ' αχόρταγο σφαλάγγι,
στην Άγια Πέτρα για να βρει μανούλα και θεό.

Κι εκεί στα κρύα τα κράκουρα,γέρνουν να κοιμηθούνε,
στο χιόνι,στον ασπάλαθο και στ' Άστρου Τη Σιγή . . .
. . . Στην πέτρα και στον άνεμο,θα ξαναγεννηθούνε,
σαν κάποτε,Απολλώνιοι κι ακόμα πιο λαμπροί.

Και πάλι εικόνισμα ψηλά,θα υψώσουν την πατρίδα,
θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση ξανά.
Τη Γλώσσα,την Τιμή,το Φως,το Χρέος και την ελπίδα,
κερί στα σπλάχνα του Έλληνα,θ' ανάψουν σαν παλιά.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Βαθιά στη θεοσκότεινη τ' Αράχθου τη χαράδρα,
σαν στάξουν μάλαμα οι θολές ματιές των αστεριών,
βγαίνει τη νύχτα ένα στοιχειό,που 'χει τα μάτια μαύρα
και τρώει απ' το γλυκόπικρο το μέλι των γκρεμών.

Τον άνεμο ακουρμαίνεται,τον Γαλαξία κοιτάζει,
τους δείχτες σαν σημάνουνε,να δει των αστεριών,
για να ξυπνήσει τους σαλούς,που πέτρωσαν στ' αγιάζι,
να βγουν σαν πρώτα,Οδηγητές ανθρώπων και καιρών.

ά. - λεύτερη Πίνδος

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

Μην είν' ο Κώστας; Μην είν' ο Γιώργος ; Λιούλιε καημένε...





Ποιος είν' εκείνος που κατεβαίνει
ψηλά απ' τα κέδρα κι απ' το βουνό,
κι ανεί το μνήμα στη γης και μπαίνει
πώς μπαίνει ο ασίκης μες στο χορό;

Μην είν' ο Κώστας , μην είν' ο Γιώργος,
μην είν' ο Λιούλιος, μη κι ο Χριστός,
μη κι απ' το τέμπλο που εβγήκε ολόρθος
ο Ταξιάρχης ζωγραφιστός;

Ποιος είν' εκείνος που 'ναι εκεί πέρα
πίσω απ' την Άγια Παρασκευή ,
πού 'βαλε μαύρη την πέτρα βέρα
γαμπρός στον Άδη να κατεβεί;

Μην είν' ο Κώστας , μην είν' ο Γιώργος,
μην είν' ο Λιούλιος ο πιο μικρός
κι έχει το μάτι στ' άραχλο σκότος
ωσάν της Πίνδου τ' άγιο το φως;

ά. - λεύτερη Πίνδος - 2 Αυγούστου του 2016

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Γρηγόρης Κωσταντή Μασσαλάς, ο Ταπεινός Του Βουνού (1931-2015)

 Μασαλάς  Κ. Γρηγόρης


http://greekactor.blogspot.gr/2012/02/blog-post_7409.html 
http://84.205.237.165/index.php?q=el/node/618
....ξημερώνοντας , προψές,3 Αυγούστου, ωρα 3 τα ξημερώματα....στην πλατεία στο χωριό μου στους Χουλιαράδες....εγώ κι ο άνεμος μονάχα, που 'ρθε και μου ψιθύρισε με το θρόισμα των κλαριών, για το συγχωριανό και παλιό φίλο του πατέρα μου,Γρηγόρη Κωσταντή Μασσαλά, τον θεατράνθρωπο (ηθοποιό, σκηνοθέτη, δάσκαλο κ.λ)  που όσο ζούσε , τιμούσε τον πατέρα του τον Κωσταντή, γράφοντάς τον κι αναφέροντάς τον πάντα όποτε δήλωνε τα στοιχεία του,και βάζοντάς τον (Κωσταντής), σαν σφήνα ανάμεσα απ' τ' όνομά του (Γρηγόρης), κι απ' το επίθετό του (Μασσαλάς): Γρηγόρης Κωσταντή Μασσαλάς....!!!!!..........και που πάντα έκανε λόγο για το χωριό του/μας, τους Χουλιαράδες, ωσάν να ήταν  τίτλος τιμής (και σάμα δεν είναι;) αυτή η Χουλιαριώτικη-βουνίσια καταγωγή του......βέβαια, μονάχα αυτός ήξερε το βάρος την αξία και την αγιοσύνη των Ταπεινών Του Βουνού,των ανθρώπων που βάδισαν παλιότερα κι ως τη δεκαετία του '70,εκεί πάνω στ' άγρια βουνά, μες στην τυράγνια και στη φτώχεια, για να πάνε τη ζωή μπροστά, ολότελα άγνωστοι στους αστούς που γράφουν την Ιστορία ανθρώπων και γεγονότων...

 Προψές τη νύχτα που 'μουν σπούργος στο θρασκιά
 βράδυ τ' Αυγούστου τρεις η ώρα ξημερώματα
ολομονάχος σαν τον κούκο στα βουνά
που κοινωνάει στη σιγαλιά βουνίσια  αρώματα

και ψαλμουδιές  ανήκουστες συμπαντικές
κι ανάσες Άγιων που σαλοί και μόνοι εζήσανε
κι ας μες σε κόσμο, του χωριού οι αλυγαριές
σκύψαν' και θρόισαν και στ' αυτί μού ψιθυρίσανε

για τον αρτίστα το Γρηγόρη Μασσαλά
τον καλλιτέχνη που ωσάν μάνα του αγάπαγε
το θέατρο και σιγαλά και ταπεινά
σαν άγιο τόπο το σανίδι πάντα επάταγε,

για το Γρηγόρη Μασσαλά, το Χουλιαρά
που 'χε κορώνα του και φυλαχτό κι εικόνισμα
τον κύρη του ,γι' αυτό σαν σφήνα -ευλαβικά-
τ' όνομα "Κωσταντής", στο επίσημό του τ' όνομα

"Γρηγόρης Μασσαλάς" , έβανε μια ζωή,
μα και τη ρίζα του τον τόπο του ονομάτιζε
τους Χουλιαράδες των Τζουμερκων, παναπεί
σ' αυτά τα δυό τη ζήση του ο Γρηγόρης άθροιζε :

στον κύρη του και στο φτωχό του το χωριό!
Στη Τζουμερκιώτικη λοιπόν σαν αναπαύτηκε
τη γη , απ' τον ήλιο απ' τα κλαριά κι απ' το βουνό
ωσάν παλιοκαιρίσιος Χουλιαράς δοξάστηκε,

και  μήνες τώρα ο Άραχθος κάθε νυχτιά
στη βραδινή του κάτω απ' τ' άστρα την παράσταση,
στο συρματένιο το γιοφύρι στη Λυσιά
που 'χει η Αρμονία κι ο Έρωτας διαρκή επανάσταση,

"Τον Ταπεινό ,παίζει ως να φέξει, Του Βουνού"
το τελευταίο του Γρηγόρη το μονόπρακτο
για τα παιδιά ενός κατώτερου θεού
που 'χαν τον ίσκιο και το βήμα τους θεόρατο

κι ολότελα άγνωστοι βαδίσανε ψηλά
και τη ζωή μπροστά με δάκρυο κι αίμα επήγανε
εκεί στην πέτρα στην τυράγνια στα βουνά
μνήμη τ' ανέμου και τ' ασπάλαθου ώσπου γίνανε.
ά. - λεύτερη Πίνδος- 4 Αυγούστου του 2016